- συνόλων
- σύνολοςall togetherfem gen plσύνολοςall togethermasc/neut gen plσύνολοςall togethermasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… … Dictionary of Greek
σύνολο — Στα μαθηματικά, με τον όρο αυτό εννοούμε «κάθε συλλογή από αντικείμενα καθορισμένα και τελείως διακεκριμένα μεταξύ τους, που τη θεωρούμε ως ένα όλο». Η διατύπωση αυτή οφείλεται στο δημιουργό της θεωρίας των σ. Γκέοργκ Κάντορ (1845 1918). Ο όρος… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Αλεξάντροφ, Πάβελ Σεργκέγεβιτς — (1896 – 1982). Ρώσος μαθηματικός, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της πρώην ΕΣΣΔ, καθηγητής μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας από το 1929. Ασχολήθηκε με τις θεωρίες των συνόλων και των συναρτήσεων, κύριο όμως έργο του υπήρξε η μελέτη της… … Dictionary of Greek
διεύθυνση ορχήστρας — Ο συντονισμός των οργανικών και φωνητικών συνόλων κατά τη μουσική εκτέλεση. Η ανάγκη προετοιμασίας και επομένως συντονισμού μιας μουσικής εκτέλεσης εκδηλώνεται από πολύ παλιά· ο χορευτής κρατούσε τον ρυθμό χτυπώντας τα πόδια ή τα χέρια. Ωστόσο,… … Dictionary of Greek
Κάντορ, Γκέοργκ — (GeorgCantor, 1845 – 1918). Γερμανός μαθηματικός και στοχαστής. Από το 1872 μέχρι το 1905 διετέλεσε καθηγητής του πανεπιστημίου του Χάλε. Ο Κ. είναι γνωστός για τη θεμελίωση της θεωρίας των άρρητων αριθμών, ωστόσο καθιερώθηκε ως o δημιουργός και… … Dictionary of Greek
Κουίν, Γουίλαρντ Βαν Όρμαν — (Willard Van Orman Quine, Οχάιο 1908 – 2000). Αμερικανός μαθηματικός και φιλόσοφος. Σπούδασε στο κολέγιο Όμπερλιν του Οχάιο και έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο στη φιλοσοφία από το πανεπιστήμιο Χάρβαρντ το 1932, υπό την επίβλεψη του Άλφρεντ… … Dictionary of Greek
Μάμφορντ, Ντέιβιντ Μπράιαντ — (David Bryant Mumford, Γουόρθ, Σάσεξ 1937 –). Άγγλος μαθηματικός. Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος στον ΟΗΕ, από την ίδρυσή του. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και το 1967 εντάχθηκε στο διδακτικό προσωπικό του. Διετέλεσε πρόεδρος του τμήματος… … Dictionary of Greek